ἀπαυλιστηρία

ἀπαυλιστηρία
ἀπαυλιστηρίᾱ , ἀπαυλιστήριος
belonging to the
fem nom/voc/acc dual
ἀπαυλιστηρίᾱ , ἀπαυλιστήριος
belonging to the
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Хланида — (Χλανίς) у древних греков прямоугольный плащ, типа хлены (см.), отличавшийся от последней лишь большей легкостью ткани и меньшими размерами. X. считалась предметом роскоши и нередко украшалась богатыми узорами и рисунками. Она служила брачным… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • απαύλια — Γαμήλια γιορτή των αρχαίων Ελλήνων. Γινόταν τη μεθεπομένη του γάμου στο σπίτι του πεθερού του γαμπρού, όπου ο τελευταίος διανυκτέρευε (απηυλίζετο). Κατά τη διάρκεια της γιορτής αυτής του προσφερόταν για δώρο η απαυλιστηρία (είδος χλαίνης).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”